- επίστιος
- ἐπίστιος, -ον (Α)1. εφέστιος*2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιοςτο ανίσωμα*. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιονστεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. επίστιον «εφέστιος», πράγμα που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. *επι-στα (πρβλ. ίστημι). Το δε θηλ. η επίστιος απαντά ως επίθ. στη λ. κύλιξ και έχει τη σημασία εφέστιος «επί τής εστίας», σημασία που προφανώς αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. επίστιον από τον Αρίσταρχο. Η επίστιος κύλιξ «κούπα πάνω στην εστία» αποτελούσε ένδειξη καλής υποδοχής].
Dictionary of Greek. 2013.